- ὀλιγοστιχία
- ὀλῐγο-στῐχία, ἡ,A the consisting of few lines, AP4.2.6 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοστιχία — η (ΑΜ ὀλιγοστιχία, Α ιων. τ. ὀλιγοστιχίη) [ολιγόστιχος] το να αποτελείται κάτι από λίγους στίχους … Dictionary of Greek
ὀλιγοστιχίην — ὀλιγοστιχία the consisting of few lines fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)